αποχαλινώνω

αποχαλινώνω
[-ώ (ο )] прям. , перен. разнуздывать;

αποχαλινώνομαι [-ούμαι]

1) — разнуздываться;

2) перен. разнуздаться, распоясаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποχαλινώνω" в других словарях:

  • αποχαλινώνω — αποχαλινώνω, αποχαλίνωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αποχαλινώνω : η ενεργητική φωνή χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με την παθητική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχαλινώνω — (Α ἀποχαλινῶ, όω) 1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο 2. ( ομαι κ. ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία αρχ. αφαιρώ το χαλινάρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»